στενώσεις

στενώσεις
στένωσις
a being straitened
fem nom/voc pl (attic epic)
στένωσις
a being straitened
fem nom/acc pl (attic)
στενόω
straiten
aor subj act 2nd sg (epic)
στενόω
straiten
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… …   Dictionary of Greek

  • οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… …   Dictionary of Greek

  • απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • στελ(λ)άδο — το, Ν 1. ναυτ. ταχύπλοο εμπορικό ή πολεμικό πλοίο, τού οποίου η αναλογία τού μήκους ως προς το πλάτος είναι μεγάλη 2. στον πληθ. τα στε(λ)άδα οι στενώσεις τής γάστρας τού πλοίου από τις δύο μεριές τής στείρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ …   Dictionary of Greek

  • στηθάγχη — (Ιατρ.) Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ξαφνικό και έντονο πόνο στο θώρακα, πίσω από το στέρνο ή στην περιοχή του αριστερού μαστού, που επεκτείνεται συνήθως στον ώμο και στο αριστερό άνω άκρο, μικρής διάρκειας (λίγα δευτερόλεπτα), συνοδευόμενο… …   Dictionary of Greek

  • στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… …   Dictionary of Greek

  • Θερμαϊκός κόλπος — Κόλπος που σχηματίζεται στη βορειοδυτική άκρη του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ της χερσονήσου της Χαλκιδικής στα ανατολικά και των ακτών των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας στα δυτικά. Από τον μυχό του έως την είσοδό του έχει μήκος 78 μίλια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”